νεόλεκτος

νεόλεκτος
(I)
-η, -ο
αυτός που λέχθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. ιδιό-λεκτος, καινό-λεκτος].
————————
(II)
-ο (ΑΜ νεόλεκτος, -ον)
αυτός που κατατάχθηκε στον στρατό πρόσφατα, νεοσύλλεκτος
νεοελλ.
φρ. «νεόλεκτοι ίπποι» — ίπποι που αγοράστηκαν πρόσφατα για να καλύψουν τις ανάγκες τού στρατού
μσν.
(για στρατό) αυτός που συγκροτήθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -λεκτος (< λέγω «συλλέγω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεόλεκτος — newly enlisted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόλεκτον — νεόλεκτος newly enlisted masc/fem acc sg νεόλεκτος newly enlisted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεολέκτοις — νεόλεκτος newly enlisted masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεολέκτου — νεόλεκτος newly enlisted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεολέκτους — νεόλεκτος newly enlisted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεολέκτων — νεόλεκτος newly enlisted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεολέκτῳ — νεόλεκτος newly enlisted masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόλεκτα — νεόλεκτος newly enlisted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόλεκτοι — νεόλεκτος newly enlisted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεολεξία — (I) η το να λέει κανείς κάτι καινούργιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεόλεκτος (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Χιώτη]. (II) νεολεξία, ἡ (Α) [νεόλεκτος] η κατάσταση τού νεολέκτου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”