- νεόλεκτος
- (I)-η, -οαυτός που λέχθηκε πρόσφατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. ιδιό-λεκτος, καινό-λεκτος].————————(II)-ο (ΑΜ νεόλεκτος, -ον)αυτός που κατατάχθηκε στον στρατό πρόσφατα, νεοσύλλεκτοςνεοελλ.φρ. «νεόλεκτοι ίπποι» — ίπποι που αγοράστηκαν πρόσφατα για να καλύψουν τις ανάγκες τού στρατούμσν.(για στρατό) αυτός που συγκροτήθηκε πρόσφατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -λεκτος (< λέγω «συλλέγω»)].
Dictionary of Greek. 2013.